μυροβόλος

μυροβόλος
α, ο [ος , ον ], μυρόβολος, η , ο благовонный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μυροβόλος" в других словарях:

  • μυροβόλος — ο, θηλ. και α, και μυρόβολος, η, ο αυτός που διαχέει ευωδιά μύρου, ο αρωματικός, ο ευωδιαστός («με μυροβόλα λευκά φτερά», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βολος (< βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • μυρόβολος — η, ο βλ. μυροβόλος …   Dictionary of Greek

  • μυροβόλος — α, ο μυρωδάτος, ευωδιαστός: Μυροβόλο τριαντάφυλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυροβλύτης — ο, θηλ. τις (Μ μυροβλύτης και μυροβρύτης) (ως επίθ. αγίων και μαρτύρων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας) αυτός από τα λείψανα τού οποίου αναδίδεται ευωδιά μύρου, μυροβόλος (α. «άγιος Δημήτριος ο μυροβλύτης» β. «τής οσίας και μυροβλήτιδος Θεοδώρας»).… …   Dictionary of Greek

  • μυρορρόας — μυρορρόας, ὁ (Α) μυροβλύτης, μυροβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ρρόας (< ρέω)] …   Dictionary of Greek

  • μυροφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ μυροφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες τής Γαλιλαίας, μαθήτριες τού Χριστού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • μυρόβλυτος — μυρόβλυτος, ον (Μ) αυτός που αναδίδει ευωδιά μύρου και, γενικά, άρωμα, μυροβόλος («ποταμοὶ ἅμα τε αἱματόρρυτοι καί γε μυρόβλυτοι», Ευστ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβλύτης, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»